- γνέφι
- τοτο σύννεφο.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του γνέφος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νέφι — το (Μ νέφι και γνέφι) σύννεφο μσν. μτφ. σκόνη, νεφελώδης κονιορτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος, κατά τα ουδ. σε ι (για την ανάπτυξη τού γ προ τού ν πρβλ. σύννεφο: σύγνεφο)] … Dictionary of Greek